- ραδιογωνιομετρικός
- η , ό[ν] радиопеленгационныи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραδιογωνιομετρικός — ή, ό, Ν [ραδιογωνιομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογωνιομετρία … Dictionary of Greek
ραδιογωνιομετρικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με τη ραδιογωνιομετρία ή το ραδιογωνιόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός … Dictionary of Greek